τοιχοκολλώ

τοιχοκολλώ
τοιχοκολλάω μετ. расклеивать (объявления, афиши, плакаты и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τοιχοκολλώ" в других словарях:

  • τοιχοκολλώ — τοιχοκολλώ, τοιχοκόλλησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τοιχοκολλώ — άω, Ν 1. επικολλώ στον τοίχο αγγελία, διαφήμιση ή αφίσα 2. γνωστοποιώ κάτι με τοιχοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + κολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • τοιχοκολλώ — τοιχοκόλλησα, τοιχοκολλήθηκα, τοιχοκολλημένος, επικολλώ σε τοίχο διαφημίσεις, αφίσες, αγγελίες κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοιχοκόλληση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τοιχοκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχοκολλώ. Η λ., στον λόγιο τ. τοιχοκόλλησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • τοιχοκολλητής — ο, Ν αυτός που τοιχοκολλά διαφημίσεις, αγγελίες ή αφίσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τοιχοκόλλημα — το, Ν 1. καθετί που τοιχοκολλάται και, ιδίως, γραπτή ή έντυπη γνωστοποίηση ή διαφήμιση 2. η τοιχοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»